Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Η υψηλή σημασία της μύγας στην μεταπολιτευτική ζωή της Ελλάδας!!!

Το παρακάτω κείμενο, μου το έστειλε ο πολύ καλός μου φίλος, από τα παιδικά μου χρόνια, Γιώργος. Ο Γιώργος έχει το μεγάλο μειονέκτημα να σκέφτεται συνέχεια, μεγάλο κουσούρι, που το έχει πληρώσει πολλές φορές στην ζωή του...
Εμείς όμως οι φίλοι του τον αγαπάμε και αποδεχόμαστε το ελάττωμά του να σκέπτεται και να καταλήγει σε στενάχωρα συμπεράσματα. Σαν μια ελάχιστη πράξη συμπαράστασης, αναδημοσιεύω αυτούσιο το κείμενό του:

"Μία ολίγον κιτς, πλην ιδιαιτέρως χρήσιμη, εμπριμέ λουλουδάτη γαλαζοπράσινη τέντα σκίαζε το χασάπικο του ισογείου του οικοδομήματος όπου μένουμε τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια.

Τα ηλιόλουστα μεσημέρια ξεδιπλωνόταν για να διευκολύνει τη σιέστα των δεκάδων μυγών που καθημερινά συμβίωναν αρμονικά με τον κυρ – Ξενοκράτη και κοσμούσαν στυλιστικά, με μαύρα κινητά στοιχεία, το άτριχο της κεφαλής του και τα σκόρπια κοκκινωπά τμήματα της απηυδισμένης -από τοπικά πλυσίματα- ποδιάς του. Πετούσαν ερευνητικά γύρω απ’ τα κρεμασμένα στα τσιγκέλια σφάγια, που φαίνεται πως είχαν σοβαρό πρόβλημα υγείας μιας και είχαν όλα υποβληθεί σε τραχειοτομία. Φλέρταραν αδιάκριτα με την κιμαδομηχανή, που ήταν το πρώτο συνθλιπτικό, διασπαστικό, μεταποιητικό μηχάνημα που είχα δει στη ζωή μου. Μαθητής νηπιαγωγείου τότε και με μάγευε - δεν είχα υποψιαστεί πως για τα μυαλά, τα βλέμματα και τις αναπνοές μας επεφύλασσαν την ίδια τύχη-. Ξεκουράζονταν στα πασπαλισμένα με κόκκινες σταγόνες, κάποτε λευκά, γλιστερά πλακάκια και μια - δυο φορές το μήνα υποδεχόταν τους επόπτες δημόσιας υγείας.


Οι τελευταίοι, αυτές τις είκοσι - τριάντα οικογένειες μυγών που είχαν παροικήσει στο κρεοπωλείο, τις αντιμετώπιζαν σα μέλη της δικιάς τους οικογένειας. Τόσο μεγάλη αγωνία νιώθανε για την ύπαρξή τους. Ήταν το πιο σίγουρο εργαλείο τους για « μια μικρή ενίσχυση του εισοδήματός τους » , άλλως πως για ξεκούραστο μαύρο χρήμα. Περίεργος για τη ζωή που αχνοξεκίναγε προσπάθησα πολλές φορές να εκμαιεύσω απ’ τον μπαρμπα - Ξενοκράτη το ακριβές ποσόν. Με τάχα αδιάφορες κουβέντες του τύπου : «πώς πάνε οι δουλειές;» , «οι τούρκοι φύγανε αλλά μας αφήσανε τα χούγια τους» , «πάλι πέρασε το υγειονομικό; αμάν μ’ αυτούς, δε χορταίνουν ποτέ;» και άλλα τέτοια κλιμακούμενης αδιακρισίας. Ποτέ δεν κατάφερα να το μάθω. Χασάπηδες και υγειονομικό ήταν δεμένοι τότε με όρκους σιωπής.

Παρενθετικά ήθελα να σημειώσω πως απ’ το φετινό Οκτώβρη και μετά δε θα συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Θα παταχθούν μέσω της δημόσιας διαβούλευσης για τα ζητήματα διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση και τα προβλήματα του πολίτη. Αυτή θα πραγματοποιηθεί μέσω της άμεσης, γρήγορης και ουσιαστικής επαφής που εμείς και το κράτος θα αποκτήσουμε δια του Internet. Θα πάρουν φωτιά τα ποντίκια και θα αποθεωθεί η ευρυζωνικότητα. Και αφού κατακαθίσει η πρασινωπή πούδρα της εφαρμογής της διαφάνειας όλες οι πληροφορίες και οι προτάσεις θα τύχουν επεξεργασίας, άμεσης αντίδρασης και θεσμικής αντιμετώπισης δια νομοθετικών ρυθμίσεων. Γι’ αυτά θα φροντίσει το νέων ονομασιών, νέων ανθρώπων, νέας αντίληψης, νέου τύπου, νέο γενικώς κράτος μας. Τέλος πάντων, αυτό είναι ένα άλλο παραμύθι, μέχρι που να ’ρθουν τα νέα ζούσαμε τα παλιά.

Ένα λοιπόν απ΄ αυτά τα παλιά, ευτυχώς ηλιόλουστο, μεσημέρια προσπαθώντας να ξύσω το σκασμένο σοβά της μετώπης του μπαλκονιού μου γλίστρησα στο κενό. Μέχρι να συνειδητοποιήσω τι μου συνέβη γκέλαρα πάνω στην προαναφερθείσα τέντα και ανεβαίνοντας αντίκρισα να κατεβαίνει τη μάνα μου που είχε γλιστρήσει απ’ το δικό της μπαλκόνι, σύμφωνα με την κυρία Ρίτσα. Η κυρία Ρίτσα είναι μια γειτόνισσα που όλοι την αποκαλούσαν (χαμηλόφωνα και πίσω της) ραντάρ, η οποία, όλως τυχαίως, ήταν κρεμασμένη στα δικά της κάγκελα στην απέναντι πολυκατοικία και μη πιστεύοντας την τύχη της παρακολουθούσε την αεροπορική μας - τύπου red bull - επίδειξη. Η μητέρα βέβαια ισχυρίζεται πως καθόλου έτσι δεν έγιναν τα πράγματα, αλλά βλέποντάς με να πέφτω βούτηξε, επιδεικνύοντας και αποδεικνύοντας εν τοις πράγμασι την παροιμιώδη αυτοθυσία της χιλιοτραγουδισμένης ελληνίδας μάνας. Τέλος πάντων, εγώ ανεβαίνοντας με το στομάχι να ’χει φτάσει στο στόμα κι αυτή κατεβαίνοντας με το νυχτικό και τη ρόμπα να ανεμίζουν σαν την μπέρτα του σούπερμαν πρόλαβε (έτσι κάνουν οι μανάδες, καραδοκούν ν’ αρπάξουν όποια ευκαιρία τους παρουσιαστεί ) να μου πει : «δε σου’ χω πει χίλιες φορές να προσέχεις; μάλλιασε η γλώσσα μου».

Με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης να πνίγεται απ’ τον εκνευρισμό που μου προκάλεσε η ανακρίβεια (ήταν η χιλιοστή εννιακοσιοστή εξηκοστή όγδοη αντίστοιχη παραίνεση και όχι η χιλιοστή) , αυτή καθ’ αυτή η παρατήρηση αλλά πάνω απ’ όλα η ευστοχία της, συνέχισα ν’ ανεβαίνω προσπαθώντας να βρω κάπου να πιαστώ, δυστυχώς εις μάτην. Ας όψεται το ελλειψοειδές σχήμα, ο ήλιος, το πλανητικό σύστημα, τα ώριμα μήλα και το g, η ανοδική μου πορεία σταμάτησε και άρχισα να ξαναπέφτω.
Και ενώ προετοιμαζόμουν για το τσάκισμα ξανασυναντώ τη μάνα που με το γνωστό ύφος ( μη κάνετε σα να μην καταλαβαίνετε ποιο ύφος εννοώ, δεν το’ χει μόνο η δική μου, όλες οι μανάδες είμαι σίγουρος πως συμμετέχουν σε πρόγραμμα δια βίου εκπαίδευσης στο κρυφό σχολειό της μάνας ) μου υπενθύμισε ακόμη μια εκδοχή της συμβολής της στην ύπαρξή μου : «είδες που σου’ λεγε η μαμά σου να κόψεις τα ξενύχτια και τα ποτά και να τρως υγιεινά γιατί όπως ζεις φθείρεις την υγεία σου και πάχαινες κιόλας. Αν δεν τα είχες κόψει θα είχε σπάσει η τέντα και θα είχες σκοτωθεί» .


Άφωνος απ’ τη σύμπτωση των παράλληλων ταλαντώσεων με τη γεννήτορα και τη στοχοπροσήλωσή της στην αέναη διαπαιδαγώγηση ξαναγκέλαρα.

Στη συνάντηση των τροχιών μας νάτη πάλι η τραμπαλίζουσα ερινύα: «μέρες έχεις να΄ ρθεις να με δεις, ε βέβαια δεν έχεις ανάγκη τώρα τη μάνα σου, μεγάλωσες. Αχ, αν δεν ήμουν εγώ τίποτα δεν θα κάνατε στη ζωή σας, θα σας είχαν φάει οι μύγες και ποιο το ευχαριστώ;».

Ξανά οι μύγες.

Νιώθοντας πιο ασφαλής, μιας και η τέντα φαίνεται πως αντέχει, παρόλο που ο μπαρμπα – Ξενοκράτης όλο τη μαστορεύει και της αλλάζει τα χρώματα, άρχισα να μπαίνω στο νόημα. Καλά λένε πως με τα δύσκολα ωριμάζεις στη ζωή.


Οι μύγες χρησιμοποιούνται - όπως σας προείπα - για εκβιασμό και μαύρο χρήμα, χρησιμοποιούνται για να απαξιωθεί ο ρόλος των δημοσίων υπαλλήλων (σιγά τι κάνουν, όλη μέρα βαράνε μύγες) χρησιμοποιούνται ως τιμωροί της ανικανότητας και σαρκοφάγοι αποδομητές της νεκρής οργανικής ύλης (όπως είπε η μάνα), χρησιμοποιούνται από τους ισχυρούς για να δημιουργούν βολικό κλίμα τρομοκρατίας (θα σε λιώσω σα μύγα), χρησιμοποιούνται για την κάλυψη του κατοχικού συνδρόμου και πονηρά για το γρήγορο μάζεμα του τραπεζιού, άρα την ξεκούραση της νοικοκυράς (φάτο όλο γρήγορα, θα το φτύσουν οι μύγες, χρησιμοποιούνται από τους αδύναμους για άμυνα (δεν ξέρεις πώς να του φερθείς έτσι που είναι μυγιάγγιχτος), χρησιμοποιούνται για χλευασμό της σωματικής μειονεξίας (άσε ρε το μυγόπιασμα), χρησιμοποιούνται για την αποκάλυψη του ενόχου (όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται).

Άρα δεν είναι μόνο το άλλοθι του δημοσίου, όπως μέχρι τώρα νόμιζα. Είναι συνεργοί και εκμεταλλευτές συνάμα. Παρασιτούν επιβιώνοντας σε όλες τις συνθήκες περιμένοντας να αποδομήσουν τις υπάρξεις μας και μετά το τέλος μας. Και μέχρι να φτάσει αυτό έχουν ήδη καθορίσει τις συμπεριφορές μας και απορρυθμίσει τις λειτουργίες μας.

Γι’ αυτό ο Ξενοκράτης τις προστατεύει με τη γαλαζοπράσινη τέντα του, την ίδια τέντα που, απ’ ότι μόλις δυστυχώς κατάλαβα, προστάτεψε και μένα.

Σκατά…….

Νάτες πάλι οι μύγες."


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ΚΕΝΤΡΙ είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...
Όμως αν το σχόλιό σας είναι χυδαίο, μην σας κακοφανεί αν δεν δημοσιευτεί...