skip to main |
skip to sidebar
ΕΝΗΜΕΡΩΘΕΙΤΕ!!!
Επειδή το θέμα αφορά πάρα πολλούς ανθρώπους, επειδή η κατάσταση για πολλούς από αυτούς έχει φτάσει στο απροχώρητο, αναδημοσιεύω ολόκληρο το κείμενο (και ας φαίνεται κουραστικό να το διαβάσετε), με τις προϋποθέσεις που ισχύουν, για την ρύθμιση και απαλλαγή των φυσικών προσώπων από χρέη.
Ανήκω κι εγώ σε αυτούς που δυσκολεύονται και ζορίζονται, πιεσμένος στις συμπληγάδες ενός στεγαστικού και της ακρίβειας και έχοντας ταυτόχρονα μια οικογένεια πίσω μου με ολοένα και αυξανόμενες απαιτήσεις (όσο μεγαλώνουν τα σκασμένα -ζωή να 'χουνε-, τόσο μεγαλώνουνε και οι ανάγκες τους)...
Γιαυτό ελπίζω να βοηθηθείτε από κάτι που θα διαβάσετε παρακάτω...
ΑΡΘΡΟ 1
1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις ρύθμισης και απαλλαγής των φυσικών προσώπων από χρέη που προέρχονται από τραπεζικά προϊόντα καταναλωτικής πίστης και δάνεια από ιδιώτες (σ.σ. ανάλογα με την πρόθεση ρύθμισης: και στεγαστικά δάνεια).
2. Προϋπόθεση υπαγωγής του οφειλέτη στις διατάξεις του παρόντος νόμου είναι η μη δόλια αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, οι οποίες με βάση την επαγγελματική και οικονομική του κατάσταση τεκμαίρεται ότι δεν δύνανται να αποπληρωθούν στο σύνολό τους μέσα στην επόμενη πενταετία και χωρίς να στερηθεί ο δανειολήπτης βασικές για την διαβίωσή του και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του ανάγκες.
3. Με την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων, εφαρμόζονται αναλόγως και στην διαδικασία αυτή οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
4. Ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος μπορεί να γίνει μόνο μία φορά για τις απαιτήσεις κάθε πιστωτή, εκτός εάν ιδιαίτερα σημαντικοί και βάσιμοι λόγοι που αφορούν το πρόσωπο ή την οικογένεια του οφειλέτη δικαιολογούν την εκ νέου ρύθμιση ή την αναστολή της για χρονικό διάστημα που ορίζεται από το Δικαστήριο του άρθρου 5 του παρόντος. Το βάρος της απόδειξης φέρει ο οφειλέτης.
5. Εγγυήσεις που έχουν δοθεί από τρίτους ακολουθούν την πορεία της κύριας απαίτησης και τις διαδικασίες ρύθμισής της. Το ύψος της οφειλής του εγγυητή ρυθμίζεται πάντοτε από το ύψος της κύριας απαίτησης. Ο εγγυητής δύναται επίσης να υποβάλλει αντίστοιχη αίτηση ρύθμισης με αυτή του πρωτοφειλέτη, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου. Ο εγγυητής έχει το αναφαίρετο και αδιακώλυτο δικαίωμα να προβάλει την ένσταση διζήσεως, εφόσον για τον οφειλέτη ισχύουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του παρόντος νόμου. Ο εγγυητής έχει επίσης το δικαίωμά να ασκήσει στο όνομα και για λογαριασμό του πρωτοφειλέτη την αίτηση του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, εάν αυτός αδρανεί και να ολοκληρώσει τις προβλεπόμενες από το νόμο αυτό διαδικασίες, καταβάλλοντας αυτός την οφειλή που θα ρυθμιστεί και αναζητώντας τα καταβληθέντα από τον πρωτοφειλέτη.
ΑΡΘΡΟ 2
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των υποθέσεων του νόμου αυτού είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κυρία κατοικία του άλλως τη διαμονή του, το οποίο και δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας
ΑΡΘΡΟ 3
1. Για την έναρξη της διαδικασίας απαλλαγής από τα χρέη ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στον γραμματέα του κατά τόπον αρμόδιου, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο Ειρηνοδικείου. Η αίτηση πρέπει υποχρεωτικά να περιέχει:
α) Αναφορά στις γενικές προϋποθέσεις εφαρμογής του νόμου αυτού στο πρόσωπό του, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 του παρόντος.
β) Σαφή και αναλυτική αναφορά της υπάρχουσας περιουσίας και των εισοδημάτων του οφειλέτη. Στην αναφορά αυτή δεν περιλαμβάνονται τα απαραίτητα για την αξιοπρεπή διαβίωση του ιδίου και της οικογενείας του κινητά περιουσιακά στοιχεία που ευρίσκονται στην οικία του, ακόμα και εάν αυτά δύνανται να κατασχεθούν κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
γ) Κατάσταση των πιστωτών με τα πλήρη στοιχεία και τις διευθύνσεις τους και των απαιτήσεών τους, κατά αιτία κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και λοιπές δαπάνες με τις οποίες έχει επιβαρυνθεί ο οφειλέτης. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται εντός οκτώ εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση σε αυτά αίτησης του οφειλέτη να του παραδώσουν πλήρη αναλυτική κατάσταση των οφειλών του διαχωρισμένες σύμφωνα με τα παραπάνω, από την οποία να προκύπτει ξεχωριστά και σε ειδική στήλη κάθε χρέωση κεφαλαίου, τόκων, εξόδων και δαπανών, οι καταβολές του οφειλέτη και το σύνολο αυτών.
δ) Σχέδιο διευθέτησης οφειλών, σύμφωνο με την περιουσία, τα έσοδα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη.
2. Η αίτηση του οφειλέτη υπέχει θέση και υπεύθυνης δήλωσής του προς την αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.1599/1984 για την ακρίβεια των στοιχείων της περιουσίας του.
3. Σε περίπτωση που δεν περιληφθεί στην παραπάνω κατάσταση πιστωτής και αυτός δεν ενημερωθεί, η απαίτησή του δεν επηρεάζεται από την πορεία της παρούσας διαδικασίας, μπορεί όμως ο οφειλέτης να υποβάλλει διακριτή αίτηση που να αφορά την αντίστοιχη οφειλή του προς τον πιστωτή αυτόν.
4. α) Της εκδίκασης της αίτησης προηγείται υποχρεωτικά στάδιο απόπειρας συμβιβαστικής εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των οριζόμενων στο άρθρο 214Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, χωρίς την οποία είναι απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης από το Δικαστήριο.
β) Στο στάδιο απόπειρας συμβιβαστικής εξώδικης επίλυσης της διαφοράς ο οφειλέτης μπορεί αντί δικηγόρου να εκπροσωπείται από τον «Συνήγορο του Καταναλωτή, Ένωση Καταναλωτών, ή άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό φορέα που συντρέχει τους καταναλωτές σε ζητήματα υπερχρέωσης. Με απόφαση του Υπουργού {Ανάπτυξης} Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εγκρίνονται οι αρμόδιοι για την παραπάνω δραστηριότητα φορείς πέραν του Συνηγόρου του Καταναλωτή και των πιστοποιημένων ενώσεων καταναλωτών. Ο υπουργός Οικονομικών ορίζει με απόφασή του τη νόμιμη αμοιβή για τους δικηγόρους που θα παρίστανται στο σύνολο των διαδικασιών του νόμου αυτού. Πέραν της αμοιβής που ορίζεται με τον ανωτέρω τρόπο, ουδεμία περαιτέρω αμοιβή δύνανται να ζητήσουν τα εμπλεκόμενα στις διαδικασίες του νόμου αυτού, πρόσωπα και φορείς.
γ) Κατά το στάδιο συμβιβαστικής εξώδικης επίλυσης της διαφοράς τα μέρη υποχρεούνται να παραστούν και να συντάξουν πρακτικό που να περιλαμβάνει συνοπτικά τις προτάσεις τους. Οι πιστωτές μπορούν να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν ή να προτείνουν τροποποιήσεις του σχεδίου. Το πρακτικό αυτό υποχρεωτικά προσκομίζεται στο Δικαστήριο του παρόντος νόμου, το αργότερο μέχρι την συζήτηση της αίτησης του οφειλέτη. Σε περίπτωση απουσίας του πιστωτή κατά την απόπειρα συμβιβαστικής εξώδικης επίλυσης της διαφοράς τεκμαίρεται ότι αυτός συμφωνεί με την πρόταση του οφειλέτη. Στην πρόσκληση του εδαφίου α’ του παρούσας παραγράφου γίνεται μνεία για τη συνέπεια αυτή. Ο πιστωτής δύναται να αποδείξει ενώπιον του δικάζοντος την αίτηση Δικαστηρίου, ότι η απουσία του οφειλόταν σε λόγους ανωτέρας βίας, όποτε και με την αποδοχή της βασιμότητας των αιτιολογιών του από το Δικαστήριο, αίρεται και το ανωτέρω τεκμήριο.
5. Από την κοινοποίηση της αίτησης και μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών και των καταβολών που προβλέπει ο παρών νόμος, αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση των απαιτήσεών τους. Από την αυτή ημερομηνία παύουν να εκτοκίζονται τα χρέη του οφειλέτη.
6. α. Αν κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις στο σχέδιο ρύθμισης που περιλαμβάνεται στην αίτηση ή αν συγκατατεθούν όλοι σε αυτό, θεωρείται ότι ο συμβιβασμός έχει γίνει αποδεκτός και καταρτίζεται πρακτικό συμβιβασμού. Το δικαστήριο επικυρώνει τον παραπάνω συμβιβασμό με την συνυπογραφή από τον προϊστάμενο του αρμοδίου Ειρηνοδικείου του πρακτικού συμβιβασμού, οπότε η αίτηση για την απαλλαγή από τα χρέη θεωρείται ανακληθείσα.
β) Σε περίπτωση αίτησης για την ρύθμιση περισσοτέρων της μίας απαιτήσεων έναντι περισσοτέρων δανειστών, καταρτίζεται ειδικό πρακτικό για την τυχόν συμβιβασθείσα απαίτηση και αυτή δεν εισάγεται προς εκδίκαση, αλλά το σχετικό πρακτικό επικυρώνεται ως στο ανωτέρω εδάφιο. Η συμβιβασθείσα με τον τρόπο αυτό απαίτηση λογίζεται στο σύνολο των απαιτήσεων και των πιστωτών κατά την εκδίκαση της αίτησης από το αρμόδιο Δικαστήριο. Παράσταση του ήδη συμβιβασθέντος διαδίκου-πιστωτή δεν απαιτείται, αλλά ο οφειλέτης έχει το βάρος να προσκομίσει στο Δικαστήριο που δικάζει την αίτησή του, νόμιμο αντίγραφο του επικυρωθέντος κατά τα ανωτέρω πρακτικού συμβιβασμού.
γ) Αλλως και σε περίπτωση μη εμφάνισης πιστωτή κατά την διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, το Δικαστήριο, δικάζοντας την αίτηση, αποφασίζει και εκδίδει απόφαση συμπεριλαμβάνοντας και την κατά τεκμήριο αποδοχή του σχεδίου από το απόντα κατά την προηγούμενη διαδικασία πιστωτή.
7. Οι πιστωτές δεν έχουν απαίτηση κατά του οφειλέτη για τα έξοδα και δαπάνες που υποβάλλονται με βάση το σχέδιο συμβιβασμού.
8. . Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Διαφάνειας και Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δύναται να εκδίδονται υποδείγματα των απαιτούμενων πιστοποιητικών, καταλόγων και σχεδίων διευθέτησης των οφειλών με σκοπό την απλοποίηση της διαδικασίας και τη διευκόλυνση της αξιοποίησής της.
ΑΡΘΡΟ 4
1. Αν δεν επιτευχθεί συμβιβαστική εξώδικη επίλυση της διαφοράς για το σύνολο των πιστωτών ή κάποιου από αυτούς, το Δικαστήριο του άρθρου 3 του παρόντος εκδικάζει την αίτηση του οφειλέτη σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο και ρυθμίζει αυτό το σύνολο της διαφοράς και το περιεχόμενο της ρύθμισης. Το δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για ρύθμιση και απαλλαγή χρεών
2. α. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα εισοδήματα του οφειλέτη από την εργασία του και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, τον υποχρεώνει να καταβάλλει κάθε μήνα για χρονικό διάστημα από 3 έως 5 έτη ορισμένο ποσό για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του. Το ποσό αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτει σε κίνδυνο τις βιοτικές ανάγκες του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του.
β. Κατά τον προσδιορισμό του ανωτέρω μηνιαίου και συνολικού ποσού και ποσοστού προσμετράται θετικά υπέρ του οφειλέτη, με ειδική μνεία της απόφασης που εκδίδεται, η εκ μέρους του καταβολή κατά την διάρκεια της σύμβασης δανεισμού σημαντικού μέρους του ληφθέντος κεφαλαίου των προς ρύθμιση απαιτήσεων. Το Δικαστήριο μπορεί με βάση τα ανωτέρω να κρίνει διαφορετικά για τις περιπτώσεις δανειστικών συμβάσεων που εξετάζει.
γ. Εάν στην απαίτηση του πιστωτή περιλαμβάνονται τόκοι, έξοδα και λοιπές χρεώσεις που είτε απαγορεύονται από το νόμο, είτε έχουν αμετάκλητα κριθεί παράνομες σε δίκες συλλογικών αγωγών, το Δικαστήριο αφαιρεί αυτές και αυτεπαγγέλτως από το σύνολο της απαίτησης και αναπροσαρμόζει αναλόγως τα χρηματικά ποσά, ακόμα και εάν σχετικό αίτημα δεν περιλαμβάνεται στην αίτηση του οφειλέτη.
δ. Η καταβολή του ποσού της ρύθμισης γίνεται απευθείας από τον οφειλέτη στους πιστωτές του. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι τη λήξη της ανωτέρω περιόδου, πρέπει να έχει εξοφληθεί ποσοστό τουλάχιστον δέκα επί τοις εκατό των συνολικών οφειλών του, στο ύψος που αυτές ανέρχονταν κατά την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης του οφειλέτη.
4. Με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή μπορεί είτε να αναστέλλεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του παρόντος, είτε να τροποποιείται η ανωτέρω απόφαση ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη. Αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης αυτής είναι το Δικαστήριο του άρθρου 2.
5. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως σε περιπτώσεις χρόνιας ανεργίας, σημαντικών προβλημάτων υγείας, εισοδήματος που δεν επαρκεί για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών, είναι δυνατός ο προσδιορισμός χαμηλότερων ή και μηδενικών καταβολών, ακόμη κι αν δεν προκύπτει κατ’ αυτόν τον τρόπο η εξόφληση του ποσοστού της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Στην κρίση αυτή εκλαμβάνεται θετικά υπέρ του οφειλέτη, με ειδική μνεία της απόφασης που εκδίδεται, η εκ μέρους του καταβολή κατά την διάρκεια της σύμβασης δανεισμού σημαντικού μέρους του ληφθέντος κεφαλαίου των προς ρύθμιση απαιτήσεων.
Το Δικαστήριο δύναται να επανεξετάζει κάθε οκτώ μήνες, ή και νωρίτερα αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, την εξακολούθηση της συνδρομής των παραπάνω προϋποθέσεων.
6. Την πλήρη απαλλαγή του οφειλέτη που ορίζει ο νόμος αυτός μπορεί να αποφασίσει το Δικαστήριο, εάν κατά την κατάθεση της αίτησης, οι συνολικές καταβολές του προς τον πιστωτή υπερκαλύπτουν το ληφθέν κεφάλαιο και τους ετήσιους τόκους συμβατικούς τόκους που προβλέπονται από το νόμο για τους ιδιώτες. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις το Δικαστήριο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προσδιορίσει ρύθμιση υπολοίπου για ποσοστό ανώτερο του 10%.
7. Σε περίπτωση μη τήρησης από τον οφειλέτη των όρων και των προϋποθέσεων που τάσσονται με την απόφαση ή τον επιτευχθέντα συμβιβασμό για διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών, η ρύθμιση αίρεται αυτοδίκαια και τα μέρη επανέρχονται στα πριν την ρύθμιση δικαιώματα και υποχρεώσεις τους.
8. Οφειλέτης του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία και τα προσδοκώμενα εισοδήματα είναι επαρκή σε σχέση με τον αριθμό των πιστωτών και το ύψος των απαιτήσεών τους, επαπειλείται όμως αποδεδειγμένα η δυνατότητα του να ανταποκριθεί στο εγγύς μέλλον στις υποχρεώσεις του, μπορεί να υποβάλλει, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, αίτηση προς το αυτό Δικαστήριο, ώστε να ρυθμιστούν οι οφειλές του. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο του άρθρου 2 του παρόντος μπορεί να προβεί σε ρύθμιση των μελλοντικών ή των προσφάτως καταστάντων ληξιπροθέσμων οφειλών. Ιδίως το Δικαστήριο μπορεί να ρυθμίσει τα ποσά των μηνιαίων καταβολών ή να χορηγήσει περίοδο χάριτος που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τα τρία έτη με επιτόκιο ενήμερης οφειλής, αποσκοπώντας στην τελική εξυπηρέτηση της σύμβασης δανείου. Το δικαστήριο μπορεί να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφαση αυτή οποτεδήποτε μετά από αίτηση του οφειλέτη ή και του πιστωτή εφόσον δεν εξυπηρετείται η ρύθμιση.
ΑΡΘΡΟ 5
1. Ο οφειλέτης μπορεί με αίτησή του προς το Δικαστήριο, ασκούμενη σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις να ζητήσει την εξαίρεση της ρευστοποίησης ή εκπλειστηριασμού ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον δεν υπερβαίνει σε έκταση το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξανόμενο κατά είκοσι επί τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών, πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του προηγούμενου άρθρου, μέχρι συνολικό ποσόν που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε επί τοις εκατό της εμπορικής αξίας του ακίνητου, όπως αυτή αποτιμάται κατά την κρίση του δικαστηρίου. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει περίοδο χάριτος για όσο διαρκεί η αποπληρωμή του υπολοίπου των οφειλών σύμφωνα με την παράγραφο 8 του προηγούμενου άρθρου. Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της κατά τα παραπάνω οριζόμενης συνολικής οφειλής συνυπολογίζεται η διάρκεια των συμβάσεων δυνάμει των οποίων χορηγήθηκε η πίστωση, σε κάθε δε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι έτη. Οι απαιτήσεις εντάσσονται στην παραπάνω ρύθμιση και ικανοποιούνται κατά τη τάξη εξασφάλισης. Μη τήρηση των υποχρεώσεων της παρούσας παραγράφου επιτρέπει στον πιστωτή την έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης.
2. Με αίτησή του που ασκείται κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ο οφειλέτης μπορεί εναλλακτικά να προσφέρει στον πιστωτή τα έσοδα από την εκμετάλλευση ακινήτου του ή προσοδοφόρου πράγματος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα διατηρώντας την κυριότητά του. Το Δικαστήριο κρίνοντας σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις και κατ’ αναλογία των ανωτέρω οριζομένων μπορεί να ορίσει αντί της εκποίησης του περιουσιακού στοιχείου το μέτρο αυτό.
ΑΡΘΡΟ 6
1. Ο οφειλέτης που αιτείται την υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος νόμου οφείλει να προβαίνει σε ειλικρινή δήλωση των περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων. Οφείλει επίσης να μην αποκρύπτει περιουσιακά του στοιχεία που τυχόν βρίσκονται υπό την κυριότητα εταιρικών μορφωμάτων, ημεδαπών, ευρωπαϊκών ή υπεράκτιων νομικών προσώπων, των οποίων αυτός διαθέτει ποσοστό ανώτερο του 50%. Παράβαση από δόλο ή από βαριά αμέλεια της υποχρέωσης αυτής έχει ως συνέπεια μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον τη μη έγκριση του σχεδίου εκκαθάρισης κατά το άρθρο 5 του παρόντος νόμου και την έκπτωση από τη ρύθμιση και απαλλαγή των χρεών. Η αίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί μέχρι και δύο έτη μετά την κήρυξη της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη.
2. Ο οφειλέτης είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει στο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της αίτησής του τα πλήρη νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την οικονομική του κατάσταση και τα τρέχοντα εισοδήματά του, καθώς και την τυχόν ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων σε εταιρείες ως άνω. Το δικαίωμα να ζητήσουν την προσκομιδή των στοιχείων αυτών στο Δικαστήριο έχουν και οι πιστωτές του με σχετικό αίτημα που διατυπώνουν κατά την απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής μπορεί κατά την κρίση του Δικαστηρίου να επιφέρει την απόρριψη της αίτησης ρύθμισης και απαλλαγής από τα χρέη.
ΑΡΘΡΟ 7
Κατά την λήξη της διαδικασίας ρύθμισης και εφόσον αυτή ολοκληρωθεί κατά τα προβλεπόμενα στον ανωτέρω νόμο, οι πιστωτές οφείλουν να χορηγήσουν σχετική βεβαίωση στον οφειλέτη.
ΑΡΘΡΟ 8
Επιτρεπτός χρόνος τήρησης και χρήσης δεδομένων
Ο χρόνος τήρησης και χρήσης από τα πιστωτικά ιδρύματα ή τρίτους ή χάριν αυτών δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που αναφέρονται στην παραπάνω διαδικασία δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα τριών ετών από τη λήξη της ρύθμισης των χρεών ή των πέντε ετών από την κήρυξη της απαλλαγής από τα χρέη.
Πιστωτής ο οποίος έχει προβεί στην ρύθμιση του παρόντος νόμου και τηρεί τους όρους αυτής μπορεί να καταγράφεται κατά τα ανωτέρω, λογίζεται όμως ως ενήμερος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ΚΕΝΤΡΙ είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...
Όμως αν το σχόλιό σας είναι χυδαίο, μην σας κακοφανεί αν δεν δημοσιευτεί...